ΜΟΝ@ΞΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΤΥΟ

 

© Janusz Leon Wiśniewski

 

Μετάφραση από την πολωνική γλώσσα: Αγγελική Βουδαλά

 

@ 1

ENNEA MHNEΣ ΝΩΡΙΤΕΡΑ...

Οι περισσότεροι αυτόχειρες πέφτουν μπροστά στα τρένα που περνάνε δίπλα στην αποβάθρα 11 της 4ης γραμμής του σιδηροδρομικού σταθμού «Βερολίνο - Lichtenberg». Έτσι αναφέρουν οι επίσημες, σχολαστικές όπως πάντα, γερμανικές στατιστικές για όλους τους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Βερολίνου. Άλλωστε αυτό το βλέπεις κι όταν κάθεσαι στο παγκάκι της 4ης γραμμής της αποβάθρας 11. Εκεί οι σιδηροδρομικές γραμμές είναι πιο γυαλιστερές απ’ ότι στις άλλες αποβάθρες. Tα απότομα «φρεναρίσματα πανικού» που επαναλαμβάνονται συχνά αφήνουν στο μέταλλο μια γυαλάδα που κρατάει καιρό. Εκτός απ’ αυτό, οι συνήθως σκοτεινές, γκρίζες και βρώμικες τσιμεντένιες τραβέρσες, σε ορισμένα σημεία μπροστά στην αποβάθρα 11 είναι πιο ανοιχτόχρωμες από τις άλλες. Που και που είναι σχεδόν άσπρες. Στα σημεία αυτά, οι υπηρεσίες καθαριότητας του σταθμού χρησιμοποίησαν ισχυρά απορρυπαντικά για να αφαιρέσουν τους λεκέδες αίματος που άφησαν τα ανθρώπινα κορμιά που παρέσυραν και διαμέλισαν τα τρένα.

Το Lichtenberg είναι ένας από τους πιο απόμακρους σταθμούς του Βερολίνου και παράλληλα ο πιο παραμελημένος. Αυτοκτονώντας στο σταθμό «Βερολίνο – Lichtenberg» έχεις την αίσθηση, ότι αφήνεις πίσω σου έναν κόσμο γκρίζο, βρωμερό, που μυρίζει ούρα, έναν κόσμο ετοιμόρροπο, γεμάτο ανθρώπους βιαστικούς, σκυθρωπούς ή ακόμη και απελπισμένους. Είναι πολύ πιο εύκολο να εγκαταλείψεις για πάντα έναν κόσμο σαν κι αυτόν.

Η είσοδος με τα πέτρινα σκαλοπάτια στην αποβάθρα 11 είναι το τελευταίο πέρασμα στο τούνελ ανάμεσα στην κεντρική αίθουσα, όπου βρίσκονται τα εκδοτήρια εισιτηρίων, και το χώρο των μετασχηματιστών. Η 4η γραμμή είναι η πιο απομακρυσμένη σε ολόκληρο τον σταθμό. Εάν βρίσκεσαι στην κεντρική αίθουσα κι αποφασίσεις να αυτοκτονήσεις, πέφτοντας μπροστά σ’ ένα τρένο, θα ζήσεις περισσότερο μέχρι να φτάσεις στην αποβάθρα 11 της 4ης γραμμής. Για αυτό το λόγο, οι αυτόχειρες διαλέγουν σχεδόν πάντα την αποβάθρα 11 της 4ης γραμμής.

Στην αποβάθρα της 4ης γραμμής, υπάρχουν δύο ξύλινα παγκάκια γεμάτα γκραφίτι, καταχαραγμένα με σουγιαδάκια. Ήταν στερεωμένα με τεράστιες βίδες στο τσιμεντένιο πάτωμα. Στο παγκάκι κοντά στην έξοδο από το τούνελ καθόταν ένας κοκαλιάρης άνδρας που μύριζε άσχημα. Εδώ και χρόνια ζούσε στο δρόμο. Έτρεμε από το κρύο και το φόβο. Καθόταν, έχοντας τα πόδια του σταυρωμένα σε μια αφύσικη στάση. Είχε τα χέρια του στις τσέπες ενός σκισμένου και λεκιασμένου νάιλον μπουφάν. Ήτανε κολλημένο σε κάποια σημεία με μια κίτρινη αυτοκόλλητη ταινία που έγραφε με μπλε γράμματα «Just do it». Κάπνιζε ένα τσιγάρο. Πλάι του, στο παγκάκι υπήρχαν μερικά κουτιά μπύρας κι ένα άδειο μπουκάλι βότκας. Κολλητά στο παγκάκι, σε μια πλαστική, ξεθωριασμένη σακούλα της αλυσίδας Αldi, που κάποτε ήταν κίτρινη, βρισκόταν ολόκληρη η περιουσία του. Μια καμμένη σε μερικά σημεία κουβέρτα, μερικές σύριγγες, ένα πακέτο καπνού, μερικά πακετάκια με τσιγαρόχαρτα, ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από την κηδεία του γιου του, ένα ανοιχτήρι κονσέρβας, ένα κουτί σπίρτα, δύο κουτιά μεθαδόνης, ένα βιβλίο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, λεκιασμένο με καφέ και αίμα, ένα παλιό δερμάτινο πορτοφόλι με κιτρινισμένες, σκισμένες και ξανακολλημένες φωτογραφίες μιας νέας γυναίκας, ένα πτυχίο πανεπιστημίου και ένα πιστοποιητικό ποινικού μητρώου. Εκείνο το βράδυ ο άνδρας είχε πιάσει μαζί, ένα γράμμα, ένα χαρτονόμισμα των εκατό γερμανικών μάρκων και μια φωτογραφία της γυναίκας, μ’ ένα συνδετήρα.

Τώρα περίμενε το τρένο που ερχόταν από το σταθμό «Βερολίνο – ΖΟΟ» με κατεύθυνση το Angermuende. Δώδεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Ένα τρένο εξπρές, με υποχρεωτική κράτηση θέσης και βαγκόν-ρεστοράν “Mitropa”[1], κοντά στα βαγόνια της πρώτης θέσης. Αυτό το τρένο δεν σταματάει ποτέ στο σταθμό Lichtenberg. Τρέχει ολοταχώς στη 4η γραμμή  και χάνεται στο σκοτάδι. Έχει πάνω από είκοσι βαγόνια. Το καλοκαίρι έχει ακόμη περισσότερα. Ο άνδρας το ήξερε αυτό από παλιά. Έχει έρθει γι΄ αυτό το τρένο πολλές φορές.

Φοβόταν. Όμως ο σημερινός φόβος ήταν τελείως διαφορετικός. Ήταν ένας φόβος διάχυτος, οικείος, ένας φόβος που είχε πάρει όνομα και είχε μελετηθεί σε βάθος. Γνώριζε τι ακριβώς φοβόταν. Ο χειρότερος φόβος είναι αυτός που δεν μπορούμε να ονομάσουμε. Ακόμη και οι σύριγγες δεν βοηθούν στην περίπτωση του φόβου που δεν έχει όνομα.

Σήμερα ήρθε για τελευταία φορά σ΄ αυτόν τον σταθμό. Μετά, ποτέ πια, δεν θα είναι μόνος. Ποτέ. Το χειρότερο είναι η μοναξιά. Περιμένοντας αυτό το τρένο, ήταν ήρεμος, συμφιλιωμένος με τον εαυτό του, σχεδόν χαρούμενος.

Σ’ ένα δεύτερο παγκάκι, πίσω από το περίπτερο με τις εφημερίδες και τα αναψυκτικά καθόταν ένας άνδρας. Ήταν δύσκολο να προσδιοριστεί η ηλικία του. Τριάντα επτά, σαράντα χρονών περίπου. Ήταν μαυρισμένος, μύριζε μια αντρική κολόνια, φορούσε ένα μαύρο μάλλινο σακάκι, ανοιχτόχρωμο κομψό παντελόνι, ανοικτό λαδί πουκάμισο και πράσινη γραβάτα. Δίπλα του στο παγκάκι είχε αφήσει μια μεταλλική βαλίτσα, γεμάτη ετικέτες αεροπορικών εταιρειών. Έβγαλε από μια μαύρη δερμάτινη τσάντα έναν φορητό υπολογιστή, τον άνοιξε και αμέσως τον μετέφερε από τα γόνατά του στο παγκάκι. Η οθόνη του υπολογιστή άρχισε να αναβοσβήνει στο σκοτάδι. Ο δείκτης του ρολογιού στη ράμπα του σταθμού μόλις είχε δείξει περασμένα μεσάνυχτα. Ήταν πια Κυριακή, 30 Απριλίου. Ο άνδρας ακούμπησε το κεφάλι του στα χέρια του και  έκλεισε τα μάτια. Έκλεγε.

Ο άνδρας από το παγκάκι κοντά στην είσοδο, σηκώθηκε. Άπλωσε το χέρι του και πήρε την πλαστική σακούλα. Βεβαιώθηκε ότι το γράμμα με το χαρτονόμισμα, ήταν στο πορτοφόλι του, σήκωσε το κουτί με τη μπύρα και κατευθύνθηκε προς το τέρμα της ράμπας. Είχε βάλει στο μάτι αυτό το σημείο από παλιά. Πέρασε το περίπτερο με τα αναψυκτικά και τότε τον είδε. Αιφνιδιάστηκε. Μετά τα μεσάνυχτα δεν περίμενε κανέναν στην αποβάθρα 11. Εδώ ήταν πάντα μόνος του. Τον κυριάρχησε ένα περίεργο συναίσθημα, διαφορετικό από το φόβο. Η παρουσία ενός άλλου άνδρα τίναζε στον αέρα ολόκληρο το σχέδιό του. Δεν ήθελε να συναντήσει κανέναν στο δρόμο του προς την άκρη της αποβάθρας. Το τέρμα της αποβάθρας... Αυτό θα ήταν το πραγματικό τέλος.

Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να αποχαιρετίσει αυτόν τον άνθρωπο. Πλησίασε το παγκάκι. Έσπρωξε στην άκρη τον φορητό υπολογιστή και κάθισε δίπλα του.

- Ε, φίλε, θα πιεις μαζί μου μια γουλιά μπύρα; Την τελευταία γουλιά. Θα πιεις; Ρώτησε, πιάνοντάς του το γόνατο. Και του πρόσφερε το κουτί...

 

(...)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

@ 2

 

 (...) σελίδα 41

 

Τότε, στην κάτω δεξιά γωνιά της οθόνης άρχισε να αναβοσβήνει το εικονίδιο ενός κίτρινου φακέλου, ένδειξη ότι κάποιος του είχε στείλει ένα μήνυμα στο ICQ και πιθανώς περίμενε απάντηση. Σήκωσε και έφερε στα χείλη του ένα κουτί με coca – cola κι έκανε ένα κλικ, με το ποντίκι, πάνω στο κίτρινο φάκελο.

 

«Είμαι ακόμη λιγάκι ερωτευμένη, νιώθω μέσα μου ακόμη τα υπολείμματα μιας ανόητης αγάπης, αισθάνομαι ακόμη φοβερά στενοχωρημένη και θέλω να μιλήσω σε κάποιον. Πρέπει να είναι τελείως άγνωστος, κάποιος που δεν θα μπορεί να με πληγώσει. Επιτέλους το Internet θα μου χρησιμεύσει σε κάτι. Έπεσα πάνω σου. Μπορώ να σου ανοίξω την καρδιά μου;»

 

Για μια στιγμή ένιωσε σαν να διάβασε άθελα του ένα γράμμα που απευθυνόταν σε κάποιον άλλον. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι το μήνυμα αυτό ήταν πράγματι γι’ αυτόν. Αν όντως ήταν γι’ αυτόν, τότε ήθελε να μάθει για ποιο λόγο απευθύνθηκε σ’ αυτόν. Έγραψε λοιπόν:

 

«Είσαστε σίγουρη ότι επιθυμείτε να μ’ εμπιστευτείτε; Αν ναι, τότε πως με βρήκατε;»

 

Εκείνη τη στιγμή μπήκε σε Chat.

 

Λοιπόν, είσαι ο Γιάκουμπ, είσαι Πολωνός και μένεις τα τελευταία χρόνια στο Μόναχο, έτσι; Διάλεξα εσένα διότι μου είσαι εντελώς άγνωστος, είσαι αρκετά μακριά και κατοικείς αρκετό καιρό στο Μόναχο. Έχω τη σιγουριά ότι δεν θα μου κάνεις καμία έκπληξη. Θέλεις να μιλάμε στον πληθυντικό; Θα είναι όμως πιο απρόσωπο και καθόλου οικείο. Aν όμως το προτιμάς...

 

ΑΥΤΟΣ: Αυτή ήταν διαβασμένη! Κάνοντας την εγγραφή του στο ICQ, είχε δώσει κάποια προσωπικά στοιχεία. Όσα είχε αναφέρει στο μήνυμά της, ανταποκρίνονταν ακριβώς σ’ αυτά που είχε συμπληρώσει στα πεδία εγγραφής νέου χρήστη. Στο ICQ μπορείς να ψάξεις στον κατάλογο των μελών του διαλέγοντας κριτήρια όπως τόπο, επάγγελμα, φύλο, ηλικία κλπ. Με αυτόν τον τρόπο τον βρήκε.

Ήταν προκλητικά «ευθύς χαρακτήρας». Ακριβώς έτσι. Χαμογέλασε για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα. Κι απάντησε:

 

Βασικά, οι Γερμανοί επιφύλαξαν στον κόσμο τις περισσότερες εκπλήξεις, όμως δεν σκοπεύω να τους δικαιολογήσω. Φυσικά μπορείς να μου μιλάς στον ενικό. Ακόμη κι αν είσαι 13 χρονών.

 

ΑΥΤΗ: Πες μου μόνο τι μόρφωση έχεις. Δεν είναι αλαζονεία. Απλή περιέργεια μόνο. Θα ήθελα να είμαι μαζί σου στην ίδια συχνότητα.

 

Έπαψε να είναι «προκλητικά ευθύς χαρακτήρας». Άρχιζε να είναι αναιδής. Ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι ήταν ειλικρινές αυτό το: «Δεν είναι αλαζονεία». Εάν είχε στόχο να τον προκαλέσει, τότε το πέτυχε. Άρχισε να γράφει νευρικά:

 

ΑΥΤΟΣ: Μόρφωση; Κανονική. Όπως όλοι. Πτυχιούχος μαθηματικών, πτυχιούχος φιλοσοφίας, διδάκτωρ μαθηματικών, αναπληρωτής καθηγητής πληροφορικής.

 

ΑΥΤΗ: Θεέ μου! Που έπεσα; Είσαι πριν από τα εβδομήντα; Εάν ναι, τότε υπέροχα. Έχεις εμπειρία. Θα με ακούσεις και θα με συμβουλεύσεις, έτσι;

 

Χαμογέλασε. Πως λέγεται τώρα αυτό που αισθανόταν; Στα αγγλικά ήταν self-conscious, στα γερμανικά selbstbewusst, ενώ στα πολωνικά; Αμήχανος; Όχι. Είναι πολύ υποτιμητικό.  Αυτοπεποίθηση και εστίαση της προσοχής στις επιθυμίες μας... Είναι μάλλον αδύνατον να προσδιοριστεί στα πολωνικά τόσο εύστοχα, με μια λέξη, όπως στα γερμανικά και τα αγγλικά.

 

ΑΥΤΟΣ: Εάν είναι κάτι θλιβερό, τότε δεν πρόκειται να σ’ ακούσω. Υποψιάζομαι πως είναι. Είμαι πριν από τα εβδομήντα. Παρόλα αυτά, μη μου διηγηθείς, σε παρακαλώ, τίποτα το θλιβερό σήμερα. Μην προσπαθήσεις καν. Στείλε μου ένα e-mail στη διεύθυνση Jakub@epost.de. Συνήθως ξεπερνώ τις στεναχώριες μου μέσα σ΄ ένα εικοσιτετράωρο. Σήμερα, θα συνιστούσα για σένα μόνο ακραίες λύσεις: χάπια ή αλκοόλ. Αύριο όμως θα διαβάσω με προσοχή το e-mail σου και θα σε συμβουλέψω.

Εξάλλου, εσύ δεν χρειάζεσαι συμβουλές. Εσύ απλά πρέπει να εξομολογηθείς σε κάποιον, να το μοιραστείς, αφού ο ψυχαναλυτής σου δεν έχει χρόνο σήμερα ή είναι σε άδεια.

 

ΑΥΤΗ: Πιστεύεις ότι ο ψυχαναλυτής μπορεί να είναι χρήσιμος στους Σλάβους; Αυτοί γνωρίζουν τα πάντα καλύτερα. Άλλωστε, έχω την εντύπωση ότι όλοι οι ψυχαναλυτές στην Πολωνία είτε γράφουν βιβλία, είτε ανοίγουν εκδοτικούς οίκους, είτε δουλεύουν στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Εσύ εξακολουθείς να είσαι Σλάβος;

 

ΑΥΤΟΣ: Μάλλον δεν είμαι πια. Δεν πίνω βότκα, είμαι ακριβής στα ραντεβού μου, τηρώ το λόγο μου και δεν οργανώνω εξεγέρσεις. Είχα όμως έναν ψυχαναλυτή, όταν ήμουνα στην Πολωνία. Ήταν τόσο παλιά που τότε ο ψυχαναλυτής ονομαζόταν ψυχίατρος, ενώ για το άνοιγμα εκδοτικού οίκου επιβαλλόταν ποινή, πιο αυστηρή από αυτή που επιβαλλόταν για την παραγωγή παράνομου αλκοόλ.

 

ΑΥΤΗ: Και σε βοήθησε αυτός ο ψυχίατρος;

 

ΑΥΤΟΣ: Ο ψυχίατρος όχι. Αλλά αυτό που άκουσα στην αίθουσα αναμονής με βοήθησε αφάνταστα.

 

ΑΥΤΗ: Είχες άρρωστο μυαλό ή ψυχή;

 

ΑΥΤΟΣ: Ένα λεπτό! Τι γίνεται! Μια κοπελιά χτύπησε στην οθόνη του υπολογιστή του, σαν ένας ξένος την πόρτα του κι άρχισε να τον ανακρίνει με βάση το βιογραφικό του. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει, γιατί έφτασε ένα νέο μήνυμά της.

 

ΑΥΤΗ: Το ξέρω. Ξεπερνώ τα όρια. Φταίει η απόσταση. Έχω την αίσθηση ότι, το γεγονός ότι είμαστε εντελώς άγνωστοι μου επιτρέπει να ρωτώ πράγματα, για τα οποία δεν θα ρωτούσα ποτέ, εάν σε γνώριζα στο τρένο ή σε μια καφετέρια. Συγνώμη.

 

Είχε δίκιο. Έτσι είναι το Internet. Θυμίζει λίγο εξομολογητήριο. Μερικές φορές είσαι ο εξομολογητής, μερικές φορές αυτός που εξομολογείται. Αυτό οφείλεται στην απόσταση και στη σιγουριά ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορείς να φύγεις μ’ ένα κλικ.

Εδώ τίποτα δεν αποσπά την προσοχή σου. Ούτε το άρωμα, ούτε η εμφάνιση, ούτε ότι το στήθος της είναι πολύ μικρό. Στο Δίκτυο δημιουργείς την εικόνα σου με τα λόγια. Με τα δικά σου λόγια. Ποτέ δεν ξέρεις για πόσο καιρό ο άλλος θα είναι εκεί, γι’ αυτό δεν χάνεις το χρόνο σου, περνάς αμέσως στην ουσία, και κάνεις πράγματι τις σημαντικές ερωτήσεις. Ρωτώντας, μάλλον δεν περιμένεις ειλικρινείς απαντήσεις. Δεν ήταν τελείως σίγουρος για το τελευταίο. Γι’ αυτό εκείνος απαντούσε πάντοτε με ειλικρίνεια. «Εάν δεν ξέρεις τι να απαντήσεις, τότε πες την αλήθεια». Δεν ξέρει ποιος φιλόσοφος έδινε αυτή τη συμβουλή, αλλά σίγουρα είχε δίκιο. Άλλωστε, δεν ήταν ιδιαίτερα έμπειρος. Εκτός από το chat μ’ έναν υποψήφιο διδάκτορα από τη Βαρσοβία δεν είχε κάνει, μέχρι εκείνη την στιγμή, on – line συζητήσεις.

Απάντησε :

 

ΑΥΤΟΣ: Πιστεύεις ότι μπορείς να ξεχωρίσεις ένα άρρωστο μυαλό από μια άρρωστη ψυχή; Ρωτώ από περιέργεια. Εγώ τα είχα όλα άρρωστα. Κάθε κύτταρο ξεχωριστά. Αλλά αυτό είναι πια παρελθόν. Δεν είμαι ακόμη τελείως υγιής, αλλά με κάθε βεβαιότητα έχω θεραπευτεί.

 

ΑΥΤΗ: Ξέρεις ότι με συγκινείς; Δεν γνωρίζω ακριβώς γιατί, αλλά με συγκινείς. Τώρα πρέπει να φύγω. Χαίρομαι που μπορώ να σου γράψω. Θα σου γράψω. Γεια, και εις το επανειδείν.

 

ΑΥΤΟΣ: Πρόσεχε τον εαυτό σου. Έχεις ένα όμορφο όνομα.

 

Χωρίς προειδοποίηση έκλεισε το chat. Βγήκε από το Internet. Ήταν πια offline. Εξαφανίσθηκε χωρίς προειδοποίηση, όπως ακριβώς είχε εμφανισθεί. Δεν διάβασε το τελευταίο μήνυμα του. Κοιτώντας την οθόνη του υπολογιστή, σκέφθηκε ότι ξαφνικά όλα γύρω του, ήταν άδεια και σιωπηλά, χωρίς αυτήν. Στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης του, αναβόσβησε ξανά ο κίτρινος φάκελος. Έκανε πάνω του ένα κλικ, ελπίζοντας ότι ξαναγύρισε. Κατά κάποιον τρόπο γύρισε. Όχι όμως η ίδια προσωπικά. Άφησε μόνο στον server του ICQ μια παράκληση:

 

ΑΥΤΗ: Θα με προσθέσεις, σε παρακαλώ, στη λίστα των φίλων σου; Προς το παρόν μόνο σ’ αυτή με τους φίλους σου στο ICQ.

 

 

 

 

@ 5

 

(...) σελίδα 138

 

Εκείνο το βράδυ, όταν τηλεφώνησε ο Γιάτσεκ, όλα εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι.

Πλησίαζε τέσσερις το πρωί. Σάββατο προς Κυριακή.

Ο Τζιμ ήταν στο γραφείο του. Έσκυβε σιωπηλός πάνω από την ηλεκτρονική ζυγαριά ακριβείας, την οποία είχε τοποθετήσει δίπλα στον υπολογιστή του. Ζύγιζε αφοσιωμένος δόσεις κοκαΐνης και τις τύλιγε σε νάιλον σακουλάκια που είχε ετοιμάσει νωρίτερα. Στο γραφείο, δίπλα στον υπολογιστή, απλώνονταν σειρές από νάιλον σακουλάκια με άσπρη σκόνη. Κάθε σακουλάκι περιείχε τέσσερις «γραμμές».

Όταν τελείωσε, πάνω στο γραφείο βρισκόταν μοιρασμένη κοκαΐνη αξίας 50 χιλιάδων δολαρίων. Τα επιθεώρησε για λίγο με το βλέμμα και χωρίς να πει λέξη, μάζεψε με γρήγορες κινήσεις τα νάιλον σακουλάκια και τα έβαλε σε μια χιλιοχτυπημένη και σακατεμένη τσάντα. Όταν τελείωσε, ενεργοποίησε τον κωδικό στην κλειδαριά, πέρασε στον καρπό του αριστερού του χεριού τη μία από τις χειροπέδες και την έκλεισε με το ειδικό κλειδί. Η δεύτερη ήταν προσαρμοσμένη στη τσάντα. Πλησίασε τον Γιάκουμπ κι άφησε σιωπηλά το κλειδί για τις χειροπέδες στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του. Βγαίνοντας, τον κοίταξε στα μάτια και είπε:

- Στ’ αλήθεια είναι η τελευταία φορά. Μη με περιφρονείς. Συγνώμη.

Ο Γιάκουμπ ήταν έξαλλος και συντετριμμένος. Ήταν έξαλλος με τον εαυτό του, γιατί το επέτρεψε. Δεν τον ένοιαζε τόσο πολύ το ότι ρίσκαρε τα πάντα, που πέτυχε στη ζωή του ή το ότι συνειδητά για δεύτερη φορά, είχε δεχθεί χωρίς πίεση να γίνει βοηθός κάποιου, που προμηθεύει τα πρεζόνια. Προπαντός τον πονούσε ότι ο Τζιμ τον είχε απογοητεύσει τόσο πολύ. Ότι εκμεταλλεύθηκε τόσο ύπουλα τη φιλία τους.

 Ένιωθε απατημένος.

Τότε, πριν από τρεις μήνες, του είχε υποσχεθεί ότι ήταν «πράγματι η πρώτη και η τελευταία φορά», ότι «μόνο θα ξεπλήρωνε τα χρέη του και θα έβγαινε απ΄ αυτό το βούρκο» και ότι «μπορούσε να το κάνει μόνο εδώ, αφού κανείς δεν θα σκεφτόταν ότι στο Τμήμα Γενετικής του Πανεπιστήμιου Tulane συσκεύαζαν τη σκόνη σε δόσεις», όπως ονόμαζε το μοίρασμα.

Σήμερα, όταν πριν από μια ώρα, ο Τζιμ χτύπησε την πόρτα του γραφείου του, δεν του πέρασε από το μυαλό, ότι έχει ξανά «εμπόρευμα» μαζί του. Στάθηκε με την τσάντα δεμένη στον καρπό του χεριού του και κρύβοντας με δυσκολία την τρεμούλα της φωνής του, είπε:

- Εάν δεν τα «κόψω» σήμερα το βράδυ σ΄ εσένα, τότε, ποτέ πια δεν θα μπορέσω να σε ξαναφέρω στο πανεπιστήμιο το πρωί. Σε παρακαλώ... Σε ικετεύω.

Το επέτρεψε.

Όλη την ώρα στάθηκε όρθιος και σιωπηλός, γυρίζοντας του την πλάτη. Έβραζε από θυμό. Δεν ήθελε να βλέπει.

Γύρισε στην καρέκλα του γραφείου του, όταν ο Τζιμ είχε κλείσει πια την πόρτα.

Στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή του βρήκε το κλειδί για τις χειροπέδες και δύο νάιλον σακουλάκια με άσπρη σκόνη.

Ήταν γι’ αυτόν.

Την τελευταία φορά που ο Τζιμ είχε συσκευάσει στο γραφείο του το εμπόρευμα, είχε δοκιμάσει κι’ αυτός την κοκαΐνη.

Σε μια στιγμή, όταν το μισό του γραφείο είχε σκεπαστεί με νάιλον σακουλάκια, ο Τζιμ απομακρύνθηκε από τη ζυγαριά, ξεκρέμασε από τον τοίχο μια παλιά φωτογραφία καδραρισμένη σε μια ξύλινη κορνίζα, φύσηξε την σκόνη από το γυαλί και άρχισε να το ζεσταίνει με τη φλόγα του αναπτήρα. Άδειασε ένα σακκουλάκι στη στεγνωμένη γυάλινη επιφάνεια, έβγαλε μια μικρή ξύλινη θήκη από το πορτοφόλι του και με το μισό ξυράφι που ξετρύπωσε από εκεί άρχισε να κόβει προσεκτικά την άσπρη σκόνη σε τρεις ίσες γραμμές μήκους 8 εκατοστών περίπου. Στη συνέχεια άναψε ένα τσιγάρο. Αυτό κράτησε πέντε λεπτά περίπου. Μετά έβγαλε από την τσέπη του ένα τσαλακωμένο πράσινο χαρτονόμισμα, το έτριψε, το έκανε σωληνάκι και βύθισε τη μια άκρη του στη μύτη του. Έσκυψε πάνω από μια γραμμή και τη ρούφηξε ολόκληρη. Τα λίγα υπολείμματα της σκόνης που είχαν μείνει πάνω στο γυαλί, τα μάζεψε με τον αντίχειρα του που είχε μουσκέψει με σάλιο και τον έτριψε στα ούλα του. Μετά γύρισε προς τον Γιάκουμπ, άπλωσε το χέρι του με το τυλιγμένο χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου και χαμογελώντας, είπε:

- Δοκίμασε. Θα νιώσεις καλά. Εγώ κερνάω.

Αν και παρακολούθησε όλη αυτή την ιεροτελεστία με έκδηλη έκπληξη, δεν δίστασε ούτε λεπτό. Πλησίασε το γραφείο, έφερε την άκρη του σωλήνα στο ρουθούνι του και με μια εισπνοή ρούφηξε ολόκληρη τη γραμμή. Ένιωσε αμέσως μια κρυάδα κι ένα μούδιασμα στη μύτη. Επέστρεψε στην καρέκλα του κοντά στην οθόνη, κάθισε αναπαυτικά και περίμενε. Η περιέργεια συγχεόταν με ανησυχία.

Μετά από μερικά λεπτά ένιωσε σαφώς, ότι του είχε περάσει η κούραση που ένιωθε μετά από δεκαέξι ώρες εντατικής εργασίας. Είχε την αίσθηση της φρεσκάδας, της δύναμης και της ενέργειας. Μπορούσε να συνεχίσει να δουλεύει για άλλες δεκαέξι ώρες. Μέχρι να έρθει ο Τζιμ, κατέρρεε από την κούραση και προσπαθούσε να συνέρθει πίνοντας, μαύρο κατράμι, καφέ και καπνίζοντας τσιγάρα. Ξαφνικά ένιωσε φρέσκος, όπως νιώθεις μετά από ένα πρωινό κρύο ντους και ένα μακρύ και ήρεμο βραδινό ύπνο.

Αυτό ήταν!

Μια μικρή δόση σκόνης, που συνθέτουν 25 άτομα ενωμένα σε μια χημική ένωση, ξεγελούσε το σώμα και το μυαλό. Ξαφνικά ένιωσε δυνατός, σπιρτόζος και διαβολικά έξυπνος. Πίστεψε ότι εάν ξεκινούσε τώρα τον προγραμματισμό υπολογιστών, θα έγραφε το καλύτερο πρόγραμμα της ζωής του.

Και δεν είχε καθόλου την αίσθηση ότι δεν ήτανε ο εαυτός του. Αντιθέτως ένιωθε ότι ήταν ο εαυτός του, ο ίδιος ο Γιάκουμπ, με μοναδική διαφορά, ότι ήτανε εξαιρετικά σημαντικός. Δεν είχε πια φοβίες και ανησυχίες. Καμία αμφιβολία, κανένα δίλημμα.

Αντίθετα ήτανε σίγουρος για όλα.

Για μια στιγμή απόλαυσε αυτή την αίσθηση. Άρχισε να καταλαβαίνει γιατί οι άνθρωποι θέλουν να προσφέρουν στον εαυτό τους τόσο συχνά τέτοιες καταστάσεις.

Ιδιαίτερα οι αδύναμοι άνθρωποι ή αυτοί που θέλουν να νιώσουν τη δύναμη ή τουλάχιστον να παίξουν τους δυνατούς. Φτάνουν μερικά γραμμάρια μιας χημικής ένωσης και ένας υγιείς βλεννογόνος για να γίνεις ένας σημαντικός, έξυπνος, δυνατός, γεμάτος χιούμορ, γοητευτικός, πνευματώδης άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει τη δύναμή του, ένας άνθρωπος που πάντοτε ήθελες να είσαι. Αυτό διαρκεί το πολύ μερικά λεπτά, κοστίζει μερικές δεκάδες δολάρια, είναι παράνομο, δημιουργεί εξάρτηση, βλάπτει την καρδιά και τον εγκέφαλο. Και έχεις αργότερα ένα τρομερό πονοκέφαλο, που δεν θα είχες νιώσει ποτέ, ακόμη και μετά από πολλά ποτήρια αλκοόλ διπλής απόσταξης.

H κοκαΐνη δεν προκαλεί παραισθήσεις, γλυκά όνειρα ή την αίσθηση ότι πετάς πάνω από την μουσκεμένη, από τη θερινή δροσιά, πεδιάδα, που είναι γεμάτη πεταλούδες και γυμνές νύμφες.

Είναι μια διαφορετική χημική ένωση.

Είναι πολύ ακριβή, για να σπαταλιέται σε τόσο κοινές καταστάσεις, που άλλωστε μπορείς να τις νιώσεις με μια καλή μουσική, ένα μπουκάλι κρασί κι έναν κεραυνοβόλο έρωτα.

Χάρη στην κοκαΐνη ζεις όνειρα δύναμης. Χάρη στην κοκαΐνη πιστεύεις ότι έχεις καλύτερα γονίδια. Ότι είσαι παιδί ενός σαφώς καλύτερου Θεού. Αυτό δεν θα το προκαλέσει στον άνθρωπο κανένα κρασί, καμία μουσική και καμία γυναίκα. Εξάλλου τίποτα από αυτά δεν μετατρέπει ένα κανονικό, ήρεμο σεξ σε μια «έκρηξη υδρογονοβόμβας», όπως έλεγε ο Τζιμ. Αυτό ήταν και το πιο επικίνδυνο. Το κανονικό σεξ σε σύγκριση με το σεξ «με κοκαΐνη» είναι σαν να «κάνεις έρωτα με μια κούκλα από βιτρίνα εμπορικού κέντρου της Μόσχας ή του Ανατολικού Βερολίνου». Μετά από κάτι τέτοιο μένουν πολύ καλές αναμνήσεις και επιστρέφεις σε μια ιδιαίτερα γκρίζα πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον Τζιμ, μόνο με το LSD θα μπορούσε να είναι καλύτερα.

«Διότι τότε», έλεγε, «κάνεις έρωτα με όλα σου τα κύτταρα. Και έχεις δισεκατομμύρια νευρώνες». Εκείνο το βράδυ κατάλαβε τον κίνδυνο, όταν ο Τζιμ παραδέχθηκε ότι «το σεξ χωρίς ουσίες, του προκαλεί τρομερό φόβο». Έπαυε γι’ αυτόν να είναι η υλοποίηση της επιθυμίας και γινόταν τεστ για το εάν «μπορεί ακόμη;».

«Διότι, όπως βλέπεις, το σεξ χωρίς ουσίες είναι σαν να σπρώχνεις, στη σχισμή του καρτοτηλέφωνου, ένα σαλιγκάρι που έμεινε μερικές ώρες στο χιόνι», έλεγε.

Θυμάται ότι όταν βρισκόταν ακόμη σε κατάσταση ευφορίας, ο Τζιμ, τον παρακολουθούσε συνεχώς και παίρνοντας το ύφος ειδήμονα, είπε: «Σου είπα ότι θα είναι καλά».

Και ήταν καλά.

(...)

@ 10

 

(...) σελίδα 296

6 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ…

 

ΑΥΤΗ: Ντυνόταν πίσω από ένα χαμηλό παραβάν από ύφασμα με ανατολίτικα σχέδια. Στο δωμάτιο η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Ο γυναικολόγος της, ένας ηλικιωμένος, ψαρομάλλης άντρας με γυαλιά, καθόταν πίσω από ένα γραφείο που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου, όχι μακριά από το παραβάν και τη γυναικολογική πολυθρόνα, όπου έκανε τις εξετάσεις. Ο γιατρός σημείωνε κάτι σε ένα χοντρό τετράδιο.

Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν ένιωσε ντροπή, την στιγμή που είχε ξαπλώσει με τα πόδια ανοιχτά σ’ αυτή την απαίσια πολυθρόνα, μόλις όμως τελείωσε η εξέταση, όταν έπρεπε να διασχίσει μισόγυμνη από τη μέση και κάτω, τη διαδρομή από την πολυθρόνα έως το παραβάν δίπλα στο γραφείο του, ένιωσε έντονη ντροπή κι αμηχανία.

- Είσαστε έγκυος στην έκτη εβδομάδα, της είπε.

Σηκώθηκε από το γραφείο και πλησίασε το παραβάν.

- Πρέπει να αλλάξετε, ριζικά, τρόπο ζωής, εάν θέλετε να γεννήσετε αυτό το παιδί. Μετά την τελευταία αποβολή... Το ξέρετε τόσο καλά όσο κι εγώ, έτσι;

 

Ο άντρας της ήταν απόλυτος, δεν ήθελε παιδιά.

«Θέλω πρώτα να ζήσω λιγάκι. Κοίτα την Άσια, είναι καθηλωμένη λόγω του παιδιού. Όχι. Σίγουρα, όχι! Όχι τώρα. Ας περιμένουμε μερικά χρόνια», είπε και επέστρεψε στα σχέδιά του, που τον κρατούσαν φυλακισμένο στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν ο υπολογιστής, σαν κάγκελα κελιού.

Κάποτε σταμάτησε το χάπι, χωρίς να του πει τίποτα. Είχε περάσει τα τριάντα και ένιωθε ότι ο χρόνος της φεύγει. Ήταν η αντίδραση μιας τρομαγμένης γυναίκας που «γερνά». Μιας γυναίκας που ένιωθε ξαφνικά βιολογικά άχρηστη.

Όταν πια θα έρθει το παιδί, θα το δεχθεί, σκέφθηκε.

Απέβαλε. Ο άντρας της δεν το έμαθε ποτέ. Τον έστειλε στο φαρμακείο να πάρει πολλά πακέτα σερβιέτες. Γέμισε με αίμα μερικά σεντόνια. Τον έπεισε ότι είχε μια «ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο». Ο άνδρας της παραξενεύτηκε από το γεγονός ότι έπρεπε να περάσει πέντε ολόκληρες ημέρες στο κρεβάτι. Όταν έκλαιγε, εκείνος νόμιζε ότι κλαίει από τον πόνο. Είχε δίκιο. Αλλά μπέρδευε τον πόνο στη κοιλιά μ’ έναν τελείως διαφορετικό πόνο.

 

Η φωνή του γυναικολόγου διέκοψε τους συλλογισμούς της.

- Μην ανησυχείτε. Αυτή τη φορά θα σας φροντίσουμε ιδιαίτερα κι όλα θα πάνε καλά.

- Ναι. Φυσικά, απάντησε με ανάκατα συναισθήματα, κουμπώνοντας τα κουμπιά της φούστας της. Μπορείτε να μου πείτε πότε ακριβώς... πότε ακριβώς έμεινα έγκυος;

- Σας τα είπα, ήδη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου είναι η έκτη εβδομάδα. Μπορεί να πέφτω έξω μέχρι τέσσερα εικοσιτετράωρα.

Κοίταξε το ημερολόγιο στο γραφείο του. 

- Περάστε σε μια εβδομάδα. Την ίδια ώρα. Πρέπει να καθορίσουμε ένα λεπτομερές σχέδιο για να κρατήσουμε το παιδί. Πρέπει να λάβετε υπόψη, ότι τους τελευταίους μήνες θα τους περάσετε στην κλινική, για να το στηρίξουμε.

Σηκώθηκε από το γραφείο, της έδωσε το χέρι του και είπε :

- Τώρα θα πρέπει να αποφεύγετε το στρες και να έχετε καλή διατροφή.

Βγήκε από το ιατρείο του σ’ ένα σκοτεινό διάδρομο, γεμάτο καπνούς τσιγάρων.

Στήριξε την πλάτη της στον τοίχο, δίπλα στην πόρτα του ιατρείου και ανέπνευσε βαριά, κατέβαζε τον αέρα με δυσκολία. Μετά από μερικά λεπτά, αγγίζοντας τον τοίχο από τη μια και από την άλλη πλευρά του διαδρόμου στα τυφλά, άρχισε να κινείται προς το ασανσέρ.

«Μπορεί να πέφτω έξω μέχρι τέσσερα εικοσιτετράωρα», τα λόγια του γυναικολόγου πήγαιναν κι ερχόντουσαν σαν αντίλαλος.

 

 

ΑΥΤΟΣ: Πέρασαν ήδη έξι εβδομάδες, σκέφθηκε, κοιτάζοντας το ημερολόγιο. Ακριβώς πριν από έξι εβδομάδες, την αγκάλιασε στο αεροδρόμιο του Παρισιού. Μετά φίλησε τους καρπούς των χεριών της, ενώ ήταν καθισμένη στην αίθουσα του αεροδρομίου. Κοιτούσε τα δακρυσμένα μάτια της. Μετά το ίδιο βράδυ ήταν γυμνή. Τελείως γυμνή. Και παρότι τη φιλούσε παντού και πολλές φορές, θυμάται προπαντός τους καρπούς των χεριών της.

Είναι όμορφη. Εντυπωσιακά όμορφη. Είναι επίσης ευαίσθητη, απαλή, ρομαντική και έξυπνη. Εντυπωσιακή. Θυμάται, πως εκείνο το βράδυ λίγο πριν ξημερώσει, όταν φώλιασε εξαντλημένη, κολλώντας ολόκληρο το κορμί της στο σώμα του, ψιθύρισε:

- Το πιστεύεις ότι κοντά σου, θυμάμαι όλους τους στοίχους των ποιημάτων που μ’ έχουν συγκινήσει;

Την αγκάλιασε και βύθισε το πρόσωπο του στα μαλλιά της. Πόσο όμορφα μύριζε.

- Μετά από αυτό που συνέβη σήμερα με το αεροπλάνο, νιώθω ότι μου χάρισαν μια νέα ζωή, ψιθύρισε. Έφερε βιαστικά στα χείλη του το δεξί της χέρι. Άρχισε να ρουφά απαλά τα δάκτυλά της. Το ένα μετά το άλλο. Τα ρουφούσε απαλά και τ΄ άγγιζε με τη γλώσσα του.

– Κι εσύ είσαι μέσα στη ζωή μου από την πρώτη μέρα.

Το σάλιο του αναμειγνυόταν με τα δάκρυα. Aπό τότε που έφυγε η Νατάλια, έκλεγε με καυτά δάκρυα.

- Και θα είσαι πάντα μέσα στη ζωή μου, έτσι;

Δεν του απάντησε. Ανέπνεε ήρεμα. Κοιμόταν.

 

ΑΥΤΗ: Βγήκε από το κτίριο, όπου βρισκόταν το ιατρείο του γυναικολόγου. Κάθισε στο μεταλλικό παγκάκι απέναντι στο σκάμμα με την άμμο, όπου έπαιζαν τα παιδιά. Έβγαλε το κινητό της και σχημάτισε τον αριθμό της Άσια.

– Θέλω να συναντηθούμε, είπε χωρίς να πει το όνομά της. Τώρα!

Η Άσια δεν έκανε την παραμικρή ερώτηση. Μετά από λίγο είπε:

- Σε είκοσι λεπτά θα είμαι στο «Fret@Porter»[2] στην παλιά πόλη. Εκεί που ήμασταν τελευταία με την Αλίσια. Θυμάσαι;

Το θυμόταν. Εκεί είχαν πιει κρασί και είδαν τις φωτογραφίες από το Παρίσι. Γελούσαν και αναπολούσαν. Ήταν τόσο ευτυχισμένη. Σε μια στιγμή όλα είχαν γίνει ασήμαντα. Βγήκε έξω, τρέχοντας. Σχημάτισε τον αριθμό του στο γραφείο στο Μόναχο και άφησε μήνυμα στον αυτόματο τηλεφωνητή.

«Γιάκουμπ, είμαι μεθυσμένη. Λίγο από το κρασί, περισσότερο από τις αναμνήσεις. Σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις. Και που κι εγώ μπορώ να υπάρχω στη ζωή σου».

Η Άσια είχε φτάσει. Βρήκε μια θέση στον κήπο.

Κάθισε φοβισμένη, σφίγγοντας την τσάντα στο στήθος της.

– Σε πλήγωσε αυτός ο Γιάκουμπ, ξεκίνησε να λέει η Άσια.

Την κοίταξε τρομαγμένη.

- Από που ξέρεις για τον Γιάκουμπ;

- Όταν εγώ προφέρω στον ύπνο μου το όνομα ενός άντρα, αυτός ο μαλάκας την επόμενη ημέρα παντρεύεται μια άλλη. Όμως αυτό γινόταν παλιά, απάντησε η Άσια χωρίς το παραμικρό ίχνος συναισθήματος στη φωνή της.

Η Άσια την εκπλήσσει συνεχώς. Παρά τα φαινόμενα, τη γνώριζε πολύ λίγο.

– Όχι. Ο Γιάκουμπ δεν μπορεί να πληγώσει κανέναν. Έτσι είναι αυτός ο τύπος ανθρώπου. Γι’ αυτό το λόγο είναι τόσο συχνά στεναχωρημένος.

Η Άσια τη διέκοψε:

- Πες μου, τα πάντα. Είπα στον άντρα μου ότι μπορεί να επιστρέψω μετά τα μεσάνυχτα. Τελευταία συμφωνεί σε όλα χωρίς το παραμικρό.

Διηγήθηκε τα πάντα. Πως τον γνώρισε. Πως ήταν. Για ποιο λόγο ήταν έτσι. Της περίγραψε αυτό που νιώθει όταν είναι μαζί του και αυτό που δεν νιώθει όταν εκείνος λείπει. Για τα απογεύματα της Παρασκευής και τα πρωινά της Δευτέρας. Όταν τελείωσε  τη διήγηση για τη Νατάλια, η Άσια της κρατούσε το χέρι και παρακαλούσε να μην της μιλήσει για μια στιγμή.

Σταμάτησε τον σερβιτόρο:

- Ένα διπλό Jack Daniels και ένα Red Bull. Παγωμένο.

Η Άσια κοίταξε τον σερβιτόρο και είπε:

- Και για μένα το ίδιο. Και κάντε γρήγορα.

Όταν ο σερβιτόρος έφτασε με τα ποτήρια, διηγήθηκε για την πτήση της TWA και για αυτό που έζησε στο αεροδρόμιο του Παρισιού. Εκείνη την στιγμή η Άσια έγειρε και άγγιξε το πρόσωπό της.

- Θυμάσαι όταν συναντηθήκαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό της Βαρσοβίας, πριν από την αναχώρησή μας για το Παρίσι; Μ’ έφερε με το αυτοκίνητό του ο άντρας μου. Ήμουν εξοργισμένη μαζί του. Ρώτησες τι έγινε. Σου είπα πως δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό.

Σταμάτησε για μια στιγμή. Σήκωσε το ποτήρι της.

– Είχε γυρίσει εκείνο το βράδυ από μια εκδήλωση της εταιρείας. Κοιμόμουν ήδη. Με ξύπνησε. Ήθελε να κάνουμε έρωτα. Δεν είχα την παραμικρή όρεξη. Εδώ και μερικές εβδομάδες δεν είχα όρεξη. Κι αυτός δεν είχε. Έφταιγε το ποτό. Εξ’ άλλου πλησίαζε το τέλος της περιόδου μου. Έπεσε πάνω μου απότομα. Τράβηξε το κορδονάκι και με μια κίνηση έβγαλε από μέσα μου το ταμπόν. Μ’ έπιασε από τα χέρια σαν αστυνόμος, που σκοπεύει να μου φορέσει χειροπέδες. Δεν μπορούσα να ξεφύγω. Μπήκε μέσα μου. Μετά από μερικές κινήσεις, όλα τελείωσαν. Γύρισε και αποκοιμήθηκε. Μ’ άφησε με το σπέρμα του, όπως το χέλι αφήνει το σπέρμα του στο γόνο.

Ήπιε μια τεράστια γουλιά από το ποτήρι.

- Τέσσερις νύχτες αργότερα πήγα με τον Γιάκουμπ στο ξενοδοχείο και ξάπλωσα γυμνή στο κρεβάτι του, περιμένοντας να μπει μέσα μου. Φόρεσε ένα προφυλακτικό. Το έβγαλα με τα χείλια μου. Δεν ήθελα να τον νιώθω μέσα από το καουτσούκ. Ήθελα να τον νιώθω όπως είναι. Μπήκε μέσα μου πολλές φορές, εκείνο το βράδυ.

Άρχισε να κλαίει με λυγμούς.

– Άσια, γυρίζω από τον γυναικολόγο. Είμαι έγκυος στην έκτη εβδομάδα. Δεν ξέρω ποιανού είναι το παιδί.

Η Άσια την κοιτούσε σιωπηλή. Συνέχισε τη διήγηση.

- Τότε στο Παρίσι δύο φορές δεν πήρα το χάπι. Την πρώτη φορά όταν γυρίσαμε από τη δεξίωση με το βιετναμέζικο γουρούνι και τη δεύτερη φορά, όταν αυτός έφθασε στο Παρίσι. Η Άσια σήκωσε το χέρι της. Τη διέκοψε. Έβγαλε το κινητό της. Σχημάτισε έναν αριθμό.

- Θα την δεχθείς τώρα; Όχι, δεν μπορεί να περιμένει ως αύριο. Δεν θα στο εξηγήσω. Θα είμαστε εκεί σε μισή ώρα, είπε. Πάμε στον Μάριο. Είναι ξάδελφός μου. Έκανε διδακτορικό στη γυναικολογία. Θα σε δεχθεί αμέσως. Πρέπει να βεβαιωθείς.

Φώναξε τον σερβιτόρο, πλήρωσε και ζήτησε να της καλέσουν ένα ταξί.

 

 

(...)

 



[1] βαγκόν ρέσταραν  “Mitropa”- βαγόνι εστιατόριο της γνωστής γερμανικής εταιρείας Mitropa που έχει το catering των σιδηροδρόμων στη Γερμανία

[2] «Fret@Porter” – Εστιατόριο – Μπαρ – Γκαλερί στην οδό Freta της παλιάς πόλης της Βαρσοβίας, λογοπαίγνιο με το «Prκt-ΰ-Porter»